- περσιστί
- επίρρ. по-персидски
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Περσιστί — in the Persian tongue indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσιστί — in the Persian tongue indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσιστί — ΜΑ επίρρ. στην περσική γλώσσα, περσικά αρχ. σύμφωνα με τις συνήθειες τών Περσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περσίζω + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. αττικισ τί)] … Dictionary of Greek